Άν θέλεις να κάνεις κάτι όμορφο στη ζωή σου χάρησε το χαμόγελο σε κάποιον γύρω σου!

smile Pictures, Images and Photos back flip Pictures, Images and Photos

Σάββατο 23 Ιανουαρίου 2010

Νοσταλγία............


Είναι πολύ άσχημο να περνάς τις ώρες σου σκεπτόμενος κάτι που έχει φύγει.... Στην περίπτωση που ξέρεις οτι θα γυρίσει είναι απλά βασανιστική η προσμονή.. Όταν όμως ξέρεις οτι δεν θα γυρίσει γίνεται πόνος και ο πόνος γίνεται ανάγκη για λύτρωση και φυγή... Κλείνεσαι στον εαυτό σου... προσωπικά όταν το κάνω αυτό αρχίσει το μαγικό ταξίδι της δημιουργίας.. Μια δημιουργία που δεν έχει τελειωμό γιατί σύμφωνα με τον Παυλόπουλο "η Ποίηση έιναι μια πόρτα ανοιχτή" κι εγώ ίσως προσπαθώ να την διαβώ ακόμη.. Ωστόσο σκέφτομαι οτι άλλοι άνθρωποι δεν έχουν αυτό το στοιχείο στη ζωή τους.. κι αναρωτιέμαι τι κάνουν; πως ξεπερνούν την νοσταγλία αυτή; Και ύστερα απο το ταξίδι της αναζήτησης, και της περιπλάνησης στην κρύα χώρα των δακρύων επέρχεται η ηρεμία... Μα όταν καθήσεις να το σκεφτείς ψύχραιμα κι απο την αρχή δεν ξέρεις τι να κάνεις; πως να μην σε πάρουν τα κλάματα ξανα;είναι μια στιγμή δύσκολη που όλοι πρέπει να προσπαρνάμε... Αυτό που δεν καταλαβαίνω είναι γιατί ακόμη σκέφτομαι ατομα του παρελθόντος που δεν το αξίζουν που δεν τους πρεπει να με πληγώνουν... Και νευριάζω με τον εαυτό μου που δείχνω τόσο αδύναμη, αδύναμη να αντιμετωπίσω με θάρρος το παρελθόν μου, και να αδράξει μια μέρα που τίποτε δεν θα με νοιάζει απο το σήμερα.. Αυτή είναι η ελπιδα και το όνειρό μου... Η δύναμη της ψυχής...

Τετάρτη 6 Ιανουαρίου 2010

Υπερηφάνεια και προκατάληψη,κεφάλαιο 18


**Η Ελίζαμπεθ δεν απάντησε και πήρε τη θέση της στην ομάδα των χορευτών, κατάπληκτη για την υψηλή τιμή που της είχε γίνει να στέκεται απέναντι στον κύριο Ντάρσυ και διαβάζοντας την ίδια κατάπληξη, για το γεγονός, στα βλέμματα των διπλανών της. Έμειναν για κάμποσο εντελώς σιωπηλοί και η Ελίζαμπεθ άρχισε να φαντάζεται ότι η σιωπή τους θα διαρκούσε ως το τέλος και των δύο χορών. Στην αρχή, ήταν αποφασισμένη να μην τη διακόψει, μέχρι που ξαφνικά της ήρθε η ιδέα ότι η πιο μεγάλη τιμωρία για το συνοδό της θα ήταν να τον αναγκάσει να μιλήσει και έτσι έκανε κάποιες μικροπαρατηρήσεις για το χορό. Εκείνος απάντησε και ξανασώπασε. Αφού πέρασαν λίγα λεπτά, του απηύθυνε για δεύτερη φορά το λόγο παρατηρώντας:

"Τώρα, είναι η δική σας σειρά να πείτε κάτι, κύριε Ντάρσυ. Εγώ μίλησα για το χορό· πρέπει λοιπόν να κάνετε κι εσείς κάποια παρατήρηση για το μέγεθος της αίθουσας ή τον αριθμό των ζευγαριών". Χαμογέλασε και τη διαβεβαίωσε πως θα της έλεγε ό,τι κι αν του ζητούσε να της πει. "Πολύ ωραία. προς το παρόν, αυτή η απάντηση αρκεί. Σε λίγο, ίσως παρατηρήσω ότι οι ιδιωτικές χοροεσπερίδες είναι πολύ πιο ευχάριστες από τις δημόσιες. Τώρα όμως μπορούμε να μείνουμε σιωπηλοί". "Μιλάτε λοιπόν σύμφωνα με κανόνες όταν χορεύευτε;" "Μερικές φορές. Πρέπει ξέρετε, να μιλά κανείς λίγο. Θα φαινόταν περίεργο αν δύο άτομα έμεναν σιωπηλά επί μισή ώρα. Προς όφελος όμως ορισμένων, η συζήτηση πρέπει να ρυθμίζεται κατά τρόπον ώστε να μιλούν όσο γίνεται λιγότερο". "Στην προκειμένη περίπτωση, συμβουλεύεσθε τα δικά σας συναισθήματα ή φαντάζεσθε ότι ικανοποιείτε τα δικά μου;" "Αμφότερα" απάντησε πειραχτικά η Ελίζαμπεθ "καθότι πάντα έβρισκα μεγάλη ομοιότητα στον τρόπο που σκεφτόμαστε. Είμαστε και οι δύο κλειστοί και ολιγόλογοι, απρόθυμοι να μιλήσουμε, εκτός και αν περιμένουμε ότι θα πούμε κάτι το οποίο θα καταπλήξει ολόκληρη την αίθουσα και θα παραδοθεί στις επερχόμενες γενεές με όλη την λάμψη μιας σοφής ρήσης". "Αυτή η εικόνα, είμαι σίγουρος, δεν έχει και τόσο μεγάλη ομοιότητα με το δικό σας χαρακτήρα" είπε ο Ντάρσυ. "Κατά πόσο, τώρα, προσεγγίζει τον δικό μου, δεν μπορώ να το κρίνω εγώ. Εσείς, χωρίς αμφιβολία, πιστεύετε ότι τον αποδίδει τέλεια". "Δε θα ήταν σωστό να κρίνω η ίδια την επιδοσή μου". Ο Ντάρσυ δεν αποκρίθηκε και έτσι ξαναβυθίστηκαν στη σιωπή μέχρι το τέλος του χορού, οπότε τη ρώτησε αν η ίδια και οι αδελφές της πήγαιναν συχνά στο Μέρυτον. Του απάντησε καταφατικά και, ανίκανη να αντισταθεί στον πειρασμό, προσέθεσε: "΄Οταν μας συναντήσατε εκεί, τις προάλλες, είχαμε κάνει μια καινούρια γνωριμία". Το αποτέλεσμα ήταν άμεσο. Μια βαθύτατη σκιά έπαρσης απλώθηκε στα χαρακτηριστικά του, αλλά δεν είπε λέξη και η Ελίζαμπεθ, καίτοι εκάκιζε τον εαυτό της για την αδυναμία της, δεν μπόρεσε να συνεχίσει. Τελικά, ο Ντάρσυ είπε με βεβιασμένο τρόπο: "Ο κύριος Γουίκαμ είναι προικισμένος με τόσο ευχάριστους τρόπυς, που καταφέρνει πάντα να κάνει φίλους. Τώρα, αν είναι το ίδιο ικανός να τους διατηρεί, αυτό είναι άλλο θέμα". "Υπήρξε τόσο άτυχος, ώστε να χάσει τη δική σας φιλία" αποκρίθηκε με έμφαση η Ελίζαμπεθ "και μάλιστα κατά τρόπο που θα τον κάνει, πιθανόν, να υποφέρει σ΄όλη τη ζωή του". Ο Ντάρσυ δεν απάντησε κι έδειξε να επιθυμεί ν΄αλλάξει θέμα. Εκείνη τη στιγμή, εμφανίστηκε κοντά τους ο σερ Γουίλλιαμ Λούκας, με την πρόθεση να περάσει μέσα από την ομάδα των χορευτών και να φτάσει στην άλλη άκρη της αίθουσας. Μόλις όμως αντελήφθη τον κύριο Ντάρσυ, σταμάτησε και, υποκλινόμενος με εξαιρετική ευγένεια, τον συνεχάρη για το χορό του και τη συνοδό του: "Ήταν, ειλικρινώς, μεγίστη απόλαυση για μένα, αγαπητέ μου κύριε. Τόσο υψηλή επίδοση στο χορό δεν είναι σύνηθες φαινόμενο. Είναι προφανές ότι ανήκετε στους καλύτερους κύκλους. Επιτρέψτε μου ωστόσο να συμπληρώσω ότι η ωραία συνοδός σας δεν υστερεί καθόλου και ότι ελπίζω να ξανανιώσω επανειλημμένως αυτή την απόλαυση, ιδίως όταν, αγαπητή μου δεσποινίς Ελίζαμπεθ, λάβει χώρα κάποιο ευκταίο γεγονός". (Η τελευταία φράση του συνοδευόταν από ένα βλέμμα όλο νόημα προς τη μεριά της αδελφής της και του κυρίου Μπίγκλεϋ.) "Τι συγχαρητήρια έχουν να εισρεύσουν τότε! Κάνω έκκληση προς τον κύριο Ντάρσυ..., αλλά ας μη σας διακόπτω άλλο, κύριε... Δε θα με συγχωρήσετε που σας αποσπώ από τη γοητευτική συντροφιά αυτής της νεαρής κυρίας, τα φωτεινά μάτια της οποίας δείχνουν να με επιπλήττουν". Το τελευταίο μέρος του λογυδρίου δεν το άκουσε σχεδόν καθόλου ο κύριος Ντάρσυ, αλλά ο υπαινιγμός του σερ Γουίλλιαμ για το φίλο του έδειξε να του κάνει μεγάλη εντύπωση και το βλέμμα του στράφηκε, με περισσή σοβαρότητα, προς τον Μπίγκλεϋ και την Τζέιν, που χόρευαν μαζί. Σύντομα όμως συνήλθε και, στρεφόμενος προς τη συνοδό του, είπε: "Η διακοπή του σερ Γουίλλιαμ μ'έκανε να ξεχάσω για ποιο πράγμα μιλούσαμε". "Δε νομίζω ότι μιλούσαμε καν. Ο σερ Γουίλλιαμ δε θα μπορούσε να βρει, μέσα σ΄αυτή την αίθουσα, δυο άλλους ανθρώπους που να έχουν να πουν λιγότερα, απ΄όσα εμείς, πράγματα για τον εαυτό τους. Δοκιμάσαμε ήδη, ανεπιτυχώς, δυο τρία θέματα και δεν μπορώ να φαντασθώ ποιο θα ήταν το επόμενο". "Τι θα λέγατε να μιλήσουμε για βιβλία;" ρώτησε εκείνος χαμογελώντας. "Βιβλία...Ω! Όχι. Είμαι σίγουρη ότι ποτέ δε διαβάζουμε τα ίδια ή, τουλάχιστον, όχι με τα ίδια συναισθήματα". "Λυπάμαι που πιστεύετε κάτι τέτοιο, αλλά, ακόμα κι αν είναι έτσι, δε θα έχουμε τουλάχιστον έλλειψη θέματος. Μπορούμε να συγκρίνουμε τις διαφορετικές απόψεις μας". "Όχι... δεν μπορώ να μιλώ για βιβλία σε μια αίθουσα χορού· το μυαλό μου είναι πάνατ απασχολημένο από κάτι άλλο". "Σε τέτοιους χώρους, δηλαδή, η σκέψη σας είναι απασχολήμένη πάντα με το παρόν;" τη ρώτησε σαν να απορούσε. "Ναι, πάντα" απάντησε, χωρίς να ξέρει τι λέει καθότι οι σκέψεις της βρίσκονταν αλλού, όπως φάνηκε αμέσως μετά, όταν ανφώνησε ξαφνικά: "Θυμάμαι που σας άκουσα κάποτε να λέτε, κύριε Ντάρσυ, ότι δε συγχωρείτε σχεδόν ποτέ, ότι, έτσι και σας δημιουργηθεί κάποιο αίσθημα μνησικακίας, είναι πλέον ακατεύναστο. Θα είσθε, υποθέτω, πολύ προσεκτικός ως προς τη δημιουργία του". "Είμαι, όντως" αποκρίθηκε με σταθερή φωνή. "Και δεν επιτρέπετε ποτέ στον εαυτό σας να τυφλώνεται από προκατάληψη;" "Ελπίζω πως όχι". "Για όσους δεν αλλάζουν ποτέ γνώμη, είναι ιδιαίτερα επιβεβλημένο να διασφαλίζουν την ορθότητα της αρχικής κρίσης τους". "Μπορώ να ρωτήσω ποιος είναι ο σκοπός αυτών των ερωτήσεων;" "Απλώς η σκιαγράφηση του χαρακτήρα σας" είπε η Ελίζαμπεθ πασχίζοντας να απαλλαγεί από το σοβαρό ύφος της. "Επιχειρώ να τον κατανοήσω". "Και ποιο είναι το αποτέλεσμα;" Εκείνη κούνησε το κεφάλι: "Ουδεμία πρόοδος. Ακούω τόσο διαφορετικές περιγραφές για σας, που έχω κυριολεκτικά σαστίσει". "Είμαι πρόθυμος να δεχθώ" της αποκρίθηκε με σοβαρότητα "ότι οι σχετικές με το πρόσωπό μου πληροφορίες μπορεί να ποικίλλουν πολύ, αλλά θα σας παρακαλούσα, δεσποινίς Μπέννετ, να μη σκιαγρφήσετε αυτή τη στιγμή το χαρακτήρα μου καθότι υπάρχουν λόγοι που φοβάμαι ότι το αποτέλεσμα δε θα τιμά κανέναν απ'τους δυο μας". "Αν όμως δεν κάνω τώρα την προσωπογραφία σας, μπορεί και να μην έχω άλλη ευκαιρία". "Δε θα σας στερούσα, επ'ουδενί, οιαδήποτε απόλαυσή σας" της είπε ψυχρά. Η Ελίζαμπεθ δεν είπε τίποτε άλλο και αφού χόρεψαν και τον επόμενο χορό, χώρισαν αμίλητοι...

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009

Πάει ο παλιός ο χρόνος... Για να δούμε τι θα φέρει ο καινούργιος...


Σε λίγες ώρες το 2009 θα μας αποχαιρετήσει... Μπαίνει η χρονιά που περίμενα πως και πως στη ζωή μου... Όλα τα σημαντικά γεγονότα της ζωής μου βρίσκονται σ αυτή τη χρονιά... Τελειώνω το σχολείο, ενηλικιώνομαι, φεύγω απ' το σπίτι, χάνω παλιούς φίλους (ελπίζω πως όχι...) και κάνω καινούργιους.. Εύχομαι το νέο έτος να φέρει μόνο αγάπη και χαρά στις καρδιές μας... Με λιγότερα προβλήματα στην ανθρωπότητα και εμάς τους ίδιους και περισσότερο μυαλό στα κεφάλια μας... Πάνω απ' όλα όμως να μας φέρει υγεία.. και καλά να περάσουμε...

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2009

Και όμως...



Μόλις γύρισα από τον κινηματογράφο. Από καιρό μου έλεγε η φίλη μου να πάμε κι όμως το απέφευγα.. Δεν ξέρω γιατί αλλά κάτι μέσα μου δεν ήθελε να την δω... Σήμερα όμως είχα απεγνωσμένα την διάθεση να βγω έξω από το σπίτι και έτσι δέχτηκα... Ήθελε κι εκείνη παρέα κι έτσι κι έγινε....Ανάθεμα την ώρα που πήγα... Κάθε λεπτό που περνούσε εκεί μέσα μ' έκανε να νιώθω άσχημα... Η ταινία ήταν υπέροχη... Ήταν όμως σαν να βλέπω όλη τη ζωή μου, κάθε αντίδραση και κάθε συναίσθημα μου καταγραμμένο σε μια μεγάλη οθόνη... Η αίθουσα ήταν άδεια και εγώ ένιωθα μια απίστευτη παγωμάρα σ' όλα τα άκρα μου... Ήταν όλα τεχνάσματα του μυαλού μου γιατί είχα επηρεαστεί από το περιεχόμενο της ταινίας.. Ωστόσο γύρισα πίσω, σε πράγματα και καταστάσεις που είχα ξεχάσει και σήμερα ξεθάφτηκαν μια και καλή.. Κι όσο περισσότερο προχωρούσε ή πλοκή του έργου τόσο περισσότερα δάκρυα κυλούσαν κι είχα απορροφηθεί σε τέτοιο βαθμό που ομολογώ πως με είχε πιάσει ρίγος.. Γιατί ένας κόσμος τόσο άσχημος όσο ο δικός μου μόνο πόνο προκαλεί και είχα καιρό να το νιώσω αυτό... Ένας πραγματικός εφιάλτης χωρίς τελειωμό που όσο και να προσπαθώ πάντα κάτι υπάρχει να μου τον θυμίζει... Και δεν το αντέχω άλλο... Ήξερα ακριβώς τι αισθάνονταν η συγγραφέας που έργου όταν το έγραψε και συγχαίρωω τους σκηνοθέτες και τους ηθοποιούς για την υπέροχη δουλειά τους.. Και εύχομαι αύριο όταν ξυπνήσω όλα να έχουν ξεχαστεί...

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009

Αναρωτιέμαι...


Πολλές φορές αναρωτιέμαι αν είναι σωστό να γράφω, εγώ, ένα μικρό σχετικά κορίτσι που δεν έχει ούτε πολλές εμπειρίες ούτε πολλές γνώσεις απ τη ζωή.. Μ' αρέσει πολύ να αποτυπώνω τις σκέψεις μου σε χαρτί.. και ας είναι χαζομάρες... Αυτό όμως που αγαπάω ερισσότερο είναι να διαβάζω τις σκέψεις άλλων πολύ πιο σπουδαίων και πολύ πιο σημαντικών προσώπων.. Και αν η ελληνική λογοτεχνία δεν με συγκινεί μέχρι τώρα η ελληνική ποίηση με συναρπάζει γι' αυτό και έχω γεμίσει το blog μου με ποίηματα που κατά τη γνώμη μου είναι υπέροχα.. δεν μένει παρά να προσθέσω ένα ακόμη για απόψε...


Η σονάτα του σεληνόφωτος
του Γιάννη Ρίτσου

Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στὰ μαῦρα μιλάει σ᾿ ἕναν νέο. Δὲν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ᾿ τὰ δυὸ παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νὰ πῶ ὅτι ἡ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικὲς συλλογὲς θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα μιλάει στὸν νέο.

Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, - δὲ θὰ φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα λόγια - δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα.

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου, ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη, τόσο θετικὴ σὰν μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα, κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε, γιατί, πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου, σὰν τὸ θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου, τὴ σάρκα σου, κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα, μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους, δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου, δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη μου εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Φορές-φορές, τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει, ἔχω τὴν αἴσθηση πὼς ἔξω ἀπ᾿ τὰ παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μὲ τὴν γριὰ βαριά του ἀρκούδα μὲ τὸ μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καὶ τριβόλια σηκώνοντας σκόνη στὸ συνοικιακὸ δρόμο ἕνα ἐρημικὸ σύννεφο σκόνη ποὺ θυμιάζει τὸ σούρουπο καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιὰ τὸ δεῖπνο καὶ δὲν τ᾿ ἀφήνουν πιὰ νὰ βγοῦν ἔξω μ᾿ ὅλο ποὺ πίσω ἀπ᾿ τοὺς τοίχους μαντεύουν τὸ περπάτημα τῆς γριᾶς ἀρκούδας -κ᾿ ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μὲς στὴ σοφία τῆς μοναξιᾶς της, μὴν ξέροντας γιὰ ποῦ καὶ γιατί -ἔχει βαρύνει, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ χορεύει στὰ πισινά της πόδια δὲν μπορεῖ νὰ φοράει τὴ δαντελένια σκουφίτσα της νὰ διασκεδάζει τὰ παιδιά, τοὺς ἀργόσχολους τοὺς ἀπαιτητικοὺς καὶ τὸ μόνο ποὺ θέλει εἶναι νὰ πλαγιάσει στὸ χῶμα ἀφήνοντας νὰ τὴν πατᾶνε στὴν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τὸ τελευταῖο παιχνίδι της, δείχνοντας τὴν τρομερή της δύναμη γιὰ παραίτηση, τὴν ἀνυπακοή της στὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων, στοὺς κρίκους τῶν χειλιῶν της, στὴν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της, τὴν ἀνυπακοή της στὸν πόνο καὶ στὴ ζωὴ μὲ τὴ σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου -ἔστω κ᾿ ἑνὸς ἀργοῦ θανάτου- τὴν τελική της ἀνυπακοὴ στὸ θάνατο μὲ τὴ συνέχεια καὶ τὴ γνώση τῆς ζωῆς ποὺ ἀνηφοράει μὲ γνώση καὶ μὲ πράξη πάνω ἀπ᾿ τὴ σκλαβιά της.

Μὰ ποιὸς μπορεῖ νὰ παίξει ὡς τὸ τέλος αὐτὸ τὸ παιχνίδι; Κ᾿ ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καὶ πορεύεται ὑπακούοντας στὸ λουρί της, στοὺς κρίκους της, στὰ δόντια της, χαμογελώντας μὲ τὰ σκισμένα χείλια της στὶς πενταροδεκάρες ποὺ τὶς ρίχνουνε τὰ ὡραῖα καὶ ἀνυποψίαστα παιδιὰ ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα καὶ λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες ποὺ γεράσανε τὸ μόνο ποὺ ἔμαθαν νὰ λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Συχνὰ πετάγομαι στὸ φαρμακεῖο ἀπέναντι γιὰ καμιὰν ἀσπιρίνη ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καὶ μένω μὲ τὸν πονοκέφαλό μου ν᾿ ἀκούω μὲς στοὺς τοίχους τὸν κούφιο θόρυβο ποὺ κάνουν οἱ σωλῆνες τοῦ νεροῦ, ἢ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη, ξεχνιέμαι κ᾿ ἑτοιμάζω δυὸ - ποιὸς νὰ τὸν πιεῖ τὸν ἄλλον;- ἀστεῖο ἀλήθεια, τὸν ἀφήνω στὸ περβάζι νὰ κρυώνει ἢ κάποτε πίνω καὶ τὸν δεύτερο, κοιτάζοντας ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τὸν πράσινο γλόμπο τοῦ φαρμακείου σὰν τὸ πράσινο φῶς ἑνὸς ἀθόρυβου τραίνου ποὺ ἔρχεται νὰ μὲ πάρει μὲ τὰ μαντίλια μου, τὰ σταβοπατημένα μου παπούτσια, τὴ μαύρη τσάντα μου, τὰ ποιήματά μου, χωρὶς καθόλου βαλίτσες - τί νὰ τὶς κάνεις; - Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Ὄχι, δὲ θἄρθω. Καληνύχτα. Ἐγὼ θὰ βγῶ σὲ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί ἐπιτέλους, πρέπει νὰ βγῶ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ τσακισμένο σπίτι. Πρέπει νὰ δῶ λιγάκι πολιτεία, -ὄχι, ὄχι τὸ φεγγάρι - τὴν πολιτεία μὲ τὰ ροζιασμένα χέρια της, τὴν πολιτεία τοῦ μεροκάματου, τὴν πολιτεία ποὺ ὁρκίζεται στὸ ψωμὶ καὶ στὴ γροθιά της τὴν πολιτεία ποὺ ὅλους μας ἀντέχει στὴν ράχη της μὲ τὶς μικρότητές μας, τὶς κακίες, τὶς ἔχτρες μας, μὲ τὶς φιλοδοξίες, τὴν ἄγνοιά μας καὶ τὰ γερατειά μας,-ν᾿ ἀκούσω τὰ μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας, νὰ μὴν ἀκούω πιὰ τὰ βήματά σου μήτε τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καὶ τὰ δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

Τὸ δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πὼς κάποιο σύννεφο θἄκρυβε τὸ φεγγάρι. Μονομιᾶς, σὰν κάποιο χέρι νὰ δυνάμωσε τὸ ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μία πολὺ γνώστη μουσικὴ φράση. Καὶ τότε κατάλαβα πὼς ὅλη τούτη τὴ σκηνὴ τὴ συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ «Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος», μόνο τὸ πρῶτο μέρος.

Ὁ νέος θὰ κατηφορίζει τώρα μ᾿ ἕνα εἰρωνικὸ κ᾿ ἴσως συμπονετικὸ χαμόγελο στὰ καλογραμμένα χείλη του καὶ μ᾿ ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θὰ φτάσει ἀκριβῶς στὸν Ἅη-Νικόλα, πρὶν κατεβεῖ τὴ μαρμαρίνη σκάλα, θὰ γελάσει, -ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τὸ γέλιο του δὲ θ᾿ ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι. Ἴσως τὸ μόνο ἀνάρμοστο νἆναι τὸ ὅτι δὲν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σὲ λίγο, ὁ Νέος θὰ σωπάσει, θὰ σοβαρευτεῖ καὶ θὰ πεῖ «Ἡ παρακμὴ μιᾶς ἐποχῆς». Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θὰ ξεκουμπώσει πάλι τὸ πουκάμισό του καὶ θὰ τραβήξει τὸ δρόμο του.

Ὅσο γιὰ τὴ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα, δὲν ξέρω ἂν βγῆκε τελικὰ ἀπ᾿ τὸ σπίτι. Τὸ φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καὶ στὶς γωνιὲς τοῦ δωματίου οἱ σκιὲς σφίγγονται ἀπὸ μίαν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδὸν ὀργή, ὄχι τόσο γιὰ τὴ ζωὴ ὅσο γιὰ τὴν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; τὸ ραδιόφωνο συνεχίζει.



κι εδώ δεν μένει παρά να σας καληνυχτίσω....

Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων....


Aπό θεούς και ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλαίν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκώ με "Τιμωρίες" την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλλάντα στους ποιητές άδοξοι που’ ναι.

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι.
και αν οι Μπωντλαίρ έζησαν νεκροί,
η Αθανασία, τούς είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλλάντα στους ποιητές άδοξοι πού ναι.

Του κόσμου η καταφρόνια τούς βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί.
στην τραγικήν απάτη τους δοσμένοι
πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τούς ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλλάντα στους ποιητές άδοξοι πού ναι.

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
-Ποιος άδοξος ποιητής θέλω να πούνε,
την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλλάντα στους ποιητές άδοξοι πού’ναι;


Καρυωτάκης

Ραψωδος Φιλολογος - Θεος Για Μια Μερα

Αν μπορούσα για μια μέρα να γινόμουνα θεός
ότι ήθελα να γίνετε χωρίς γιατί και πως
θα έφτιαχνα τον κόσμο από την αρχή κάπως αλλιώς
όπως στα ματια μου φαντάζει ιδανικός ο ναι
για αρχή τα κλασικά θα εξάλειφα τους πολέμους
και θα έκανα παντού τους ανθρώπους αγαπημένους
στέγη νερό φαγητό να μην βλέπω πεινασμένους
και θα μοίραζα σε όλο τον κόσμο την γεύση του μένους
να πάρουνε μια τζούρα από την μουσική που γουστάρω
και θα κάπνιζα με τον Γκουρμενταλα ένα τσιγάρο
και να του 'λεγα ρε μάγκα άμα ψήνεσαι κι εσύ κανονίζουμε να επανενωθούν οι FFC
επομενη δουλειά θα έβαζα δυναμίτη στους κώλους όλον όσον καταστρέφουν τον πλανήτη
με ζώα και με βλάστηση θα τίγκαρα την γη
και θα άφηνα μέσα στο πράσινο το γκρίζο να χαθεί
τον κάθε βλάκα Αρειο λευκό που μου τα πρήζει
σε χωράφια μαύρων θα 'στελνα να τους μαζεύει ρύζι
και με κίτρινο αστέρι στη Γερμανία να ζει
να ρθει μετά να μου μιλήσει για Ναζί
στην κοπέλα που ισχυρίζεται πως μ' αγαπαει
θα δίνα για λίγο την καρδια μου να δει πως χτυπάει
και όταν έβλεπε πως όταν σε πληγώνουνε πονάει
θα τις ζήταγα να σταματήσει να μου την γαμάει
κι έπειτα από όλα αυτά για να μου φύγει η τσατίλα
θα ανεστενα έστω και για μια μέρα τον J Dilla
και θα του λέγα να φτιάξει κιάλα ντόνατς
να γουστάρουμε κι απ' την ντροπή μας οι mcs να μην ξαναραπαρουμε
μετά θα έβρισκα λεφτά κάνα τόνο
και θα δίνα στον Zoltan να κάνει το Fest όλο τον χρόνο
κι έπειτα για να βγάζουμε τα γούστα μας αβέρτα
θα 'κανα με τον Κριτή να 'χαμε γεννηθεί αδέρφια
θα του 'φτιαχνα το πιο γαμάτο studio να 'ναι μάγκας
το αξίζει ο καλύτερος beatmaker της Ελλάδας να κάναμε την γκαύλα μας
να βγάζαμε και χρήμα όχι όπως τώρα που την παλεύουμε τσίμα τσίμα
θα έκανα αυτό που έχω πάντοτε στο νου μου
και θα πήγαινα στον ουρανό να δω τον παππου μου
για μια τελευταία φορα να τον σφίξω στην αγκαλιά μου
να του πω ποσο μου λύπει και πως είναι στην καρδια μου
θα έλεγα στον κάθε πιτσιρίκο να την ψάξει
και θα έδινα σ' όλο τον κόσμο ρεπό για να αράξει
και σε κάθε γκραφιτα το σινικό τοίχος να βάψει
θα ήταν τόσα πολλά που δεν θα προλάβαινα
και θα ξημέρωνα που δεν θα τα κατάφερνα
μα δεν γαμιέται αφού δεν πρόκειται να γίνει μένω άνθρωπος
και περνώ στις πλατες μου την ευθύνη...