Άν θέλεις να κάνεις κάτι όμορφο στη ζωή σου χάρησε το χαμόγελο σε κάποιον γύρω σου!

smile Pictures, Images and Photos back flip Pictures, Images and Photos

Πέμπτη 31 Δεκεμβρίου 2009

Πάει ο παλιός ο χρόνος... Για να δούμε τι θα φέρει ο καινούργιος...


Σε λίγες ώρες το 2009 θα μας αποχαιρετήσει... Μπαίνει η χρονιά που περίμενα πως και πως στη ζωή μου... Όλα τα σημαντικά γεγονότα της ζωής μου βρίσκονται σ αυτή τη χρονιά... Τελειώνω το σχολείο, ενηλικιώνομαι, φεύγω απ' το σπίτι, χάνω παλιούς φίλους (ελπίζω πως όχι...) και κάνω καινούργιους.. Εύχομαι το νέο έτος να φέρει μόνο αγάπη και χαρά στις καρδιές μας... Με λιγότερα προβλήματα στην ανθρωπότητα και εμάς τους ίδιους και περισσότερο μυαλό στα κεφάλια μας... Πάνω απ' όλα όμως να μας φέρει υγεία.. και καλά να περάσουμε...

Τρίτη 29 Δεκεμβρίου 2009

Και όμως...



Μόλις γύρισα από τον κινηματογράφο. Από καιρό μου έλεγε η φίλη μου να πάμε κι όμως το απέφευγα.. Δεν ξέρω γιατί αλλά κάτι μέσα μου δεν ήθελε να την δω... Σήμερα όμως είχα απεγνωσμένα την διάθεση να βγω έξω από το σπίτι και έτσι δέχτηκα... Ήθελε κι εκείνη παρέα κι έτσι κι έγινε....Ανάθεμα την ώρα που πήγα... Κάθε λεπτό που περνούσε εκεί μέσα μ' έκανε να νιώθω άσχημα... Η ταινία ήταν υπέροχη... Ήταν όμως σαν να βλέπω όλη τη ζωή μου, κάθε αντίδραση και κάθε συναίσθημα μου καταγραμμένο σε μια μεγάλη οθόνη... Η αίθουσα ήταν άδεια και εγώ ένιωθα μια απίστευτη παγωμάρα σ' όλα τα άκρα μου... Ήταν όλα τεχνάσματα του μυαλού μου γιατί είχα επηρεαστεί από το περιεχόμενο της ταινίας.. Ωστόσο γύρισα πίσω, σε πράγματα και καταστάσεις που είχα ξεχάσει και σήμερα ξεθάφτηκαν μια και καλή.. Κι όσο περισσότερο προχωρούσε ή πλοκή του έργου τόσο περισσότερα δάκρυα κυλούσαν κι είχα απορροφηθεί σε τέτοιο βαθμό που ομολογώ πως με είχε πιάσει ρίγος.. Γιατί ένας κόσμος τόσο άσχημος όσο ο δικός μου μόνο πόνο προκαλεί και είχα καιρό να το νιώσω αυτό... Ένας πραγματικός εφιάλτης χωρίς τελειωμό που όσο και να προσπαθώ πάντα κάτι υπάρχει να μου τον θυμίζει... Και δεν το αντέχω άλλο... Ήξερα ακριβώς τι αισθάνονταν η συγγραφέας που έργου όταν το έγραψε και συγχαίρωω τους σκηνοθέτες και τους ηθοποιούς για την υπέροχη δουλειά τους.. Και εύχομαι αύριο όταν ξυπνήσω όλα να έχουν ξεχαστεί...

Κυριακή 27 Δεκεμβρίου 2009

Αναρωτιέμαι...


Πολλές φορές αναρωτιέμαι αν είναι σωστό να γράφω, εγώ, ένα μικρό σχετικά κορίτσι που δεν έχει ούτε πολλές εμπειρίες ούτε πολλές γνώσεις απ τη ζωή.. Μ' αρέσει πολύ να αποτυπώνω τις σκέψεις μου σε χαρτί.. και ας είναι χαζομάρες... Αυτό όμως που αγαπάω ερισσότερο είναι να διαβάζω τις σκέψεις άλλων πολύ πιο σπουδαίων και πολύ πιο σημαντικών προσώπων.. Και αν η ελληνική λογοτεχνία δεν με συγκινεί μέχρι τώρα η ελληνική ποίηση με συναρπάζει γι' αυτό και έχω γεμίσει το blog μου με ποίηματα που κατά τη γνώμη μου είναι υπέροχα.. δεν μένει παρά να προσθέσω ένα ακόμη για απόψε...


Η σονάτα του σεληνόφωτος
του Γιάννη Ρίτσου

Ἀνοιξιάτικο βράδι. Μεγάλο δωμάτιο παλιοῦ σπιτιοῦ. Μιὰ ἡλικιωμένη γυναίκα ντυμένη στὰ μαῦρα μιλάει σ᾿ ἕναν νέο. Δὲν ἔχουν ἀνάψει φῶς. Ἀπ᾿ τὰ δυὸ παράθυρα μπαίνει ἕνα ἀμείλικτο φεγγαρόφωτο. Ξέχασα νὰ πῶ ὅτι ἡ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα ἔχει ἐκδώσει δυό-τρεῖς ἐνδιαφέρουσες ποιητικὲς συλλογὲς θρησκευτικῆς πνοῆς. Λοιπόν, ἡ Γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα μιλάει στὸν νέο.

Ἄφησέ με ναρθῶ μαζί σου. Τί φεγγάρι ἀπόψε! Εἶναι καλὸ τὸ φεγγάρι, - δὲ θὰ φαίνεται ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου. Τὸ φεγγάρι θὰ κάνει πάλι χρυσὰ τὰ μαλλιά μου. Δὲ θὰ καταλάβεις. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Ὅταν ἔχει φεγγάρι, μεγαλώνουν οἱ σκιὲς μὲς στὸ σπίτι, ἀόρατα χέρια τραβοῦν τὶς κουρτίνες, ἕνα δάχτυλο ἀχνὸ γράφει στὴ σκόνη τοῦ πιάνου λησμονημένα λόγια - δὲ θέλω νὰ τ᾿ ἀκούσω. Σώπα.

Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου λίγο πιὸ κάτου, ὡς τὴ μάντρα τοῦ τουβλάδικου, ὡς ἐκεῖ ποὺ στρίβει ὁ δρόμος καὶ φαίνεται ἡ πολιτεία τσιμεντένια κι ἀέρινη, ἀσβεστωμένη μὲ φεγγαρόφωτο τόσο ἀδιάφορη κι ἄϋλη, τόσο θετικὴ σὰν μεταφυσικὴ ποὺ μπορεῖς ἐπιτέλους νὰ πιστέψεις πὼς ὑπάρχεις καὶ δὲν ὑπάρχεις πὼς ποτὲ δὲν ὑπῆρξες, δὲν ὑπῆρξε ὁ χρόνος κ᾿ ἡ φθορά του. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Θὰ καθίσουμε λίγο στὸ πεζούλι, πάνω στὸ ὕψωμα, κι ὅπως θὰ μᾶς φυσάει ὁ ἀνοιξιάτικος ἀέρας μπορεῖ νὰ φαντάζουμε κιόλας πὼς θὰ πετάξουμε, γιατί, πολλὲς φορές, καὶ τώρα ἀκόμη, ἀκούω τὸ θόρυβο τοῦ φουστανιοῦ μου, σὰν τὸ θόρυβο δυὸ δυνατῶν φτερῶν ποὺ ἀνοιγοκλείνουν, κι ὅταν κλείνεσαι μέσα σ᾿ αὐτὸν τὸν ἦχο τοῦ πετάγματος νιώθεις κρουστὸ τὸ λαιμό σου, τὰ πλευρά σου, τὴ σάρκα σου, κι ἔτσι σφιγμένος μὲς στοὺς μυῶνες τοῦ γαλάζιου ἀγέρα, μέσα στὰ ρωμαλέα νεῦρα τοῦ ὕψους, δὲν ἔχει σημασία ἂν φεύγεις ἢ ἂν γυρίζεις οὔτε ἔχει σημασία ποὺ ἄσπρισαν τὰ μαλλιά μου, δὲν εἶναι τοῦτο ἡ λύπη μου - ἡ λύπη μου εἶναι ποὺ δὲν ἀσπρίζει κ᾿ ἡ καρδιά μου. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Τὸ ξέρω πὼς καθένας μοναχὸς πορεύεται στὸν ἔρωτα, μοναχὸς στὴ δόξα καὶ στὸ θάνατο. Τὸ ξέρω. Τὸ δοκίμασα. Δὲν ὠφελεῖ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Φορές-φορές, τὴν ὥρα ποὺ βραδιάζει, ἔχω τὴν αἴσθηση πὼς ἔξω ἀπ᾿ τὰ παράθυρα περνάει ὁ ἀρκουδιάρης μὲ τὴν γριὰ βαριά του ἀρκούδα μὲ τὸ μαλλί της ὅλο ἀγκάθια καὶ τριβόλια σηκώνοντας σκόνη στὸ συνοικιακὸ δρόμο ἕνα ἐρημικὸ σύννεφο σκόνη ποὺ θυμιάζει τὸ σούρουπο καὶ τὰ παιδιὰ ἔχουν γυρίσει σπίτια τους γιὰ τὸ δεῖπνο καὶ δὲν τ᾿ ἀφήνουν πιὰ νὰ βγοῦν ἔξω μ᾿ ὅλο ποὺ πίσω ἀπ᾿ τοὺς τοίχους μαντεύουν τὸ περπάτημα τῆς γριᾶς ἀρκούδας -κ᾿ ἡ ἀρκούδα κουρασμένη πορεύεται μὲς στὴ σοφία τῆς μοναξιᾶς της, μὴν ξέροντας γιὰ ποῦ καὶ γιατί -ἔχει βαρύνει, δὲν μπορεῖ πιὰ νὰ χορεύει στὰ πισινά της πόδια δὲν μπορεῖ νὰ φοράει τὴ δαντελένια σκουφίτσα της νὰ διασκεδάζει τὰ παιδιά, τοὺς ἀργόσχολους τοὺς ἀπαιτητικοὺς καὶ τὸ μόνο ποὺ θέλει εἶναι νὰ πλαγιάσει στὸ χῶμα ἀφήνοντας νὰ τὴν πατᾶνε στὴν κοιλιά, παίζοντας ἔτσι τὸ τελευταῖο παιχνίδι της, δείχνοντας τὴν τρομερή της δύναμη γιὰ παραίτηση, τὴν ἀνυπακοή της στὰ συμφέροντα τῶν ἄλλων, στοὺς κρίκους τῶν χειλιῶν της, στὴν ἀνάγκη τῶν δοντιῶν της, τὴν ἀνυπακοή της στὸν πόνο καὶ στὴ ζωὴ μὲ τὴ σίγουρη συμμαχία τοῦ θανάτου -ἔστω κ᾿ ἑνὸς ἀργοῦ θανάτου- τὴν τελική της ἀνυπακοὴ στὸ θάνατο μὲ τὴ συνέχεια καὶ τὴ γνώση τῆς ζωῆς ποὺ ἀνηφοράει μὲ γνώση καὶ μὲ πράξη πάνω ἀπ᾿ τὴ σκλαβιά της.

Μὰ ποιὸς μπορεῖ νὰ παίξει ὡς τὸ τέλος αὐτὸ τὸ παιχνίδι; Κ᾿ ἡ ἀρκούδα σηκώνεται πάλι καὶ πορεύεται ὑπακούοντας στὸ λουρί της, στοὺς κρίκους της, στὰ δόντια της, χαμογελώντας μὲ τὰ σκισμένα χείλια της στὶς πενταροδεκάρες ποὺ τὶς ρίχνουνε τὰ ὡραῖα καὶ ἀνυποψίαστα παιδιὰ ὡραῖα ἀκριβῶς γιατί εἶναι ἀνυποψίαστα καὶ λέγοντας εὐχαριστῶ. Γιατί οἱ ἀρκοῦδες ποὺ γεράσανε τὸ μόνο ποὺ ἔμαθαν νὰ λένε εἶναι: εὐχαριστῶ, εὐχαριστῶ. Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

Συχνὰ πετάγομαι στὸ φαρμακεῖο ἀπέναντι γιὰ καμιὰν ἀσπιρίνη ἄλλοτε πάλι βαριέμαι καὶ μένω μὲ τὸν πονοκέφαλό μου ν᾿ ἀκούω μὲς στοὺς τοίχους τὸν κούφιο θόρυβο ποὺ κάνουν οἱ σωλῆνες τοῦ νεροῦ, ἢ ψήνω ἕναν καφέ, καί, πάντα ἀφηρημένη, ξεχνιέμαι κ᾿ ἑτοιμάζω δυὸ - ποιὸς νὰ τὸν πιεῖ τὸν ἄλλον;- ἀστεῖο ἀλήθεια, τὸν ἀφήνω στὸ περβάζι νὰ κρυώνει ἢ κάποτε πίνω καὶ τὸν δεύτερο, κοιτάζοντας ἀπ᾿ τὸ παράθυρο τὸν πράσινο γλόμπο τοῦ φαρμακείου σὰν τὸ πράσινο φῶς ἑνὸς ἀθόρυβου τραίνου ποὺ ἔρχεται νὰ μὲ πάρει μὲ τὰ μαντίλια μου, τὰ σταβοπατημένα μου παπούτσια, τὴ μαύρη τσάντα μου, τὰ ποιήματά μου, χωρὶς καθόλου βαλίτσες - τί νὰ τὶς κάνεις; - Ἄφησέ με νἄρθω μαζί σου.

«Α, φεύγεις; Καληνύχτα.» Ὄχι, δὲ θἄρθω. Καληνύχτα. Ἐγὼ θὰ βγῶ σὲ λίγο. Εὐχαριστῶ. Γιατί ἐπιτέλους, πρέπει νὰ βγῶ ἀπ᾿ αὐτὸ τὸ τσακισμένο σπίτι. Πρέπει νὰ δῶ λιγάκι πολιτεία, -ὄχι, ὄχι τὸ φεγγάρι - τὴν πολιτεία μὲ τὰ ροζιασμένα χέρια της, τὴν πολιτεία τοῦ μεροκάματου, τὴν πολιτεία ποὺ ὁρκίζεται στὸ ψωμὶ καὶ στὴ γροθιά της τὴν πολιτεία ποὺ ὅλους μας ἀντέχει στὴν ράχη της μὲ τὶς μικρότητές μας, τὶς κακίες, τὶς ἔχτρες μας, μὲ τὶς φιλοδοξίες, τὴν ἄγνοιά μας καὶ τὰ γερατειά μας,-ν᾿ ἀκούσω τὰ μεγάλα βήματα τῆς πολιτείας, νὰ μὴν ἀκούω πιὰ τὰ βήματά σου μήτε τὰ βήματα τοῦ Θεοῦ, μήτε καὶ τὰ δικά μου βήματα. Καληνύχτα.

Τὸ δωμάτιο σκοτεινιάζει. Φαίνεται πὼς κάποιο σύννεφο θἄκρυβε τὸ φεγγάρι. Μονομιᾶς, σὰν κάποιο χέρι νὰ δυνάμωσε τὸ ραδιόφωνο τοῦ γειτονικοῦ μπάρ, ἀκούστηκε μία πολὺ γνώστη μουσικὴ φράση. Καὶ τότε κατάλαβα πὼς ὅλη τούτη τὴ σκηνὴ τὴ συνόδευε χαμηλόφωνα ἡ «Σονάτα τοῦ Σεληνόφωτος», μόνο τὸ πρῶτο μέρος.

Ὁ νέος θὰ κατηφορίζει τώρα μ᾿ ἕνα εἰρωνικὸ κ᾿ ἴσως συμπονετικὸ χαμόγελο στὰ καλογραμμένα χείλη του καὶ μ᾿ ἕνα συναίσθημα ἀπελευθέρωσης. Ὅταν θὰ φτάσει ἀκριβῶς στὸν Ἅη-Νικόλα, πρὶν κατεβεῖ τὴ μαρμαρίνη σκάλα, θὰ γελάσει, -ἕνα γέλιο δυνατό, ἀσυγκράτητο. Τὸ γέλιο του δὲ θ᾿ ἀκουστεῖ καθόλου ἀνάρμοστα κάτω ἀπ᾿ τὸ φεγγάρι. Ἴσως τὸ μόνο ἀνάρμοστο νἆναι τὸ ὅτι δὲν εἶναι καθόλου ἀνάρμοστο. Σὲ λίγο, ὁ Νέος θὰ σωπάσει, θὰ σοβαρευτεῖ καὶ θὰ πεῖ «Ἡ παρακμὴ μιᾶς ἐποχῆς». Ἔτσι, ὁλότελα ἥσυχος πιά, θὰ ξεκουμπώσει πάλι τὸ πουκάμισό του καὶ θὰ τραβήξει τὸ δρόμο του.

Ὅσο γιὰ τὴ γυναίκα μὲ τὰ μαῦρα, δὲν ξέρω ἂν βγῆκε τελικὰ ἀπ᾿ τὸ σπίτι. Τὸ φεγγαρόφωτο λάμπει ξανά. Καὶ στὶς γωνιὲς τοῦ δωματίου οἱ σκιὲς σφίγγονται ἀπὸ μίαν ἀβάσταχτη μετάνοια, σχεδὸν ὀργή, ὄχι τόσο γιὰ τὴ ζωὴ ὅσο γιὰ τὴν ἄχρηστη ἐξομολόγηση. Ἀκοῦτε; τὸ ραδιόφωνο συνεχίζει.



κι εδώ δεν μένει παρά να σας καληνυχτίσω....

Μπαλάντα στους άδοξους ποιητές των αιώνων....


Aπό θεούς και ανθρώπους μισημένοι,
σαν άρχοντες που εξέπεσαν πικροί,
μαραίνονται οι Βερλαίν· τους απομένει
πλούτος η ρίμα πλούσια και αργυρή.
Οι Ουγκώ με "Τιμωρίες" την τρομερή
των Ολυμπίων εκδίκηση μεθούνε.
Μα εγώ θα γράψω μια λυπητερή
μπαλλάντα στους ποιητές άδοξοι που’ ναι.

Αν έζησαν οι Πόε δυστυχισμένοι.
και αν οι Μπωντλαίρ έζησαν νεκροί,
η Αθανασία, τούς είναι χαρισμένη.
Κανένας όμως δεν ανιστορεί
και το έρεβος εσκέπασε βαρύ
τους στιχουργούς που ανάξια στιχουργούνε.
Μα εγώ σαν προσφορά κάνω ιερή
μπαλλάντα στους ποιητές άδοξοι πού ναι.

Του κόσμου η καταφρόνια τούς βαραίνει
κι αυτοί περνούνε αλύγιστοι και ωχροί.
στην τραγικήν απάτη τους δοσμένοι
πως κάπου πέρα η Δόξα καρτερεί,
παρθένα βαθυστόχαστα ιλαρή.
Μα ξέροντας πως όλοι τούς ξεχνούνε,
νοσταλγικά εγώ κλαίω τη θλιβερή
μπαλλάντα στους ποιητές άδοξοι πού ναι.

Και κάποτε οι μελλούμενοι καιροί:
-Ποιος άδοξος ποιητής θέλω να πούνε,
την έγραψε μιαν έτσι πενιχρή
μπαλλάντα στους ποιητές άδοξοι πού’ναι;


Καρυωτάκης

Ραψωδος Φιλολογος - Θεος Για Μια Μερα

Αν μπορούσα για μια μέρα να γινόμουνα θεός
ότι ήθελα να γίνετε χωρίς γιατί και πως
θα έφτιαχνα τον κόσμο από την αρχή κάπως αλλιώς
όπως στα ματια μου φαντάζει ιδανικός ο ναι
για αρχή τα κλασικά θα εξάλειφα τους πολέμους
και θα έκανα παντού τους ανθρώπους αγαπημένους
στέγη νερό φαγητό να μην βλέπω πεινασμένους
και θα μοίραζα σε όλο τον κόσμο την γεύση του μένους
να πάρουνε μια τζούρα από την μουσική που γουστάρω
και θα κάπνιζα με τον Γκουρμενταλα ένα τσιγάρο
και να του 'λεγα ρε μάγκα άμα ψήνεσαι κι εσύ κανονίζουμε να επανενωθούν οι FFC
επομενη δουλειά θα έβαζα δυναμίτη στους κώλους όλον όσον καταστρέφουν τον πλανήτη
με ζώα και με βλάστηση θα τίγκαρα την γη
και θα άφηνα μέσα στο πράσινο το γκρίζο να χαθεί
τον κάθε βλάκα Αρειο λευκό που μου τα πρήζει
σε χωράφια μαύρων θα 'στελνα να τους μαζεύει ρύζι
και με κίτρινο αστέρι στη Γερμανία να ζει
να ρθει μετά να μου μιλήσει για Ναζί
στην κοπέλα που ισχυρίζεται πως μ' αγαπαει
θα δίνα για λίγο την καρδια μου να δει πως χτυπάει
και όταν έβλεπε πως όταν σε πληγώνουνε πονάει
θα τις ζήταγα να σταματήσει να μου την γαμάει
κι έπειτα από όλα αυτά για να μου φύγει η τσατίλα
θα ανεστενα έστω και για μια μέρα τον J Dilla
και θα του λέγα να φτιάξει κιάλα ντόνατς
να γουστάρουμε κι απ' την ντροπή μας οι mcs να μην ξαναραπαρουμε
μετά θα έβρισκα λεφτά κάνα τόνο
και θα δίνα στον Zoltan να κάνει το Fest όλο τον χρόνο
κι έπειτα για να βγάζουμε τα γούστα μας αβέρτα
θα 'κανα με τον Κριτή να 'χαμε γεννηθεί αδέρφια
θα του 'φτιαχνα το πιο γαμάτο studio να 'ναι μάγκας
το αξίζει ο καλύτερος beatmaker της Ελλάδας να κάναμε την γκαύλα μας
να βγάζαμε και χρήμα όχι όπως τώρα που την παλεύουμε τσίμα τσίμα
θα έκανα αυτό που έχω πάντοτε στο νου μου
και θα πήγαινα στον ουρανό να δω τον παππου μου
για μια τελευταία φορα να τον σφίξω στην αγκαλιά μου
να του πω ποσο μου λύπει και πως είναι στην καρδια μου
θα έλεγα στον κάθε πιτσιρίκο να την ψάξει
και θα έδινα σ' όλο τον κόσμο ρεπό για να αράξει
και σε κάθε γκραφιτα το σινικό τοίχος να βάψει
θα ήταν τόσα πολλά που δεν θα προλάβαινα
και θα ξημέρωνα που δεν θα τα κατάφερνα
μα δεν γαμιέται αφού δεν πρόκειται να γίνει μένω άνθρωπος
και περνώ στις πλατες μου την ευθύνη...

Nobody knows it but you've got a secret smile
And you use it only for me

Nobody knows it but you've got a secret smile

And you use it only for me

So use it and prove it

Remove this whirling sadness

I'm losing, I'm bluesing

But you can save me from madness
Nobody knows it but you've got a secret smile

And you use it only for me

Nobody knows it but you've got a secret smile

And you use it only for me
So save me,
I'm waiting
I'm needing, hear me pleading
And soothe me,
improve me
I'm grieving,
I'm barely believing now, now

When you are flying around and around the world

And I'm lying alonely
I know there's something sacred and free reserved
And received by me only
Nobody knows it but you've got a secret smile
And you use it only for me
Nobody knows it but you've got a secret smile
And you use it only for me

So use it and prove it

Remove this whirling sadness

I'm losing, I'm bluesing
But you can save me from madness
Now, now

When you are flying around and around the world

And I'm lying alonely
I know there's something sacred and free reserved
And received by me only
Nobody knows it but you've got a secret smile
And you use it only for me

Nobody knows it but you've got a secret smile

Φεγγαράκι μου λαμπρό Φέξε μου και γλίστρησα!


Από το βιβλίο "Φεγγαράκι μου λαμπρό φέξε μου και γλίστρησα" του Τζόμπε Κοβάτα: Βλέπετε, παιδιά, δεν είναι δύσκολο να γράψουμε ένα παραμύθι. Παίρνουμε δυο τρεις ηλίθιους στην τύχη και τους βάζουμε σε ένα κάστρο ή σε ένα δάσος... Να σας δώσω ένα παράδειγμα. Η Κοκκινοσκουφίτσα είναι ένα παραμύθι που το κατοικούν αποκλειστικά και μόνο ηλίθιοι. Η γιαγιά της Κοκκινοσκουφίτσας ζει στο δάσος και είναι ενενήντα πέντε χρονών. Τράβα στο γηροκομείο, μωρή ηλίθια! Πώς σου κατέβηκε, ενενήντα πέντε χρονών γυναίκα, να ζεις μόνη στο δάσος και να αναγκάζεις τους συγγενείς να πηγαίνουνε μπρος πίσω, μπρος πίσω, μπρος πίσω μέσα στον δρυμό;! Κι ύστερα σου λένε γιατί ο κόσμος πετάει τη γιαγιά από το τρένο! Είναι λογικό κι επόμενο!!! Κι αν πεις για τη μαμά της Κοκκινοσκουφίτσας; άλλη ανεγκέφαλη του λόγου της. Δίνει στη μικρή το καλαθάκι και της λεει: "Παρ' το και πήγαινε φαΐ στη γιαγιά!" Πού το στέλνεις το κοριτσάκι μόνο του στο δάσος, κυρά μου; Το ρίχνεις στο στόμα του λύκου! Με το που φτάνει στο δάσος, συναντάει τον πιο ηλίθιο λύκο στην ιστορία της WWF , ο οποίος δεν την τρωει, παρά ρωτάει με αγωνία: "Πού πας, καλό μου κοριτσάκι;" "Στη γιαγιά μου", απαντάει αυτό. Κι ο λύκος, αντί να τη φαει επί τόπου, όπως θα έκανε κάθε λύκος με φυσιολογικό δείκτη νοημοσύνης, πηγαίνει στο σπίτι της γιαγιάς και στήνει ολόκληρο σενάριο, που μπροστά του τύφλα να 'χει και η πιο κιτς λατινοαμερικάνικη σαπουνόπερα. Φτάνει στο σπιτάκι και χτυπάει την πόρτα. "Τοκ, τοκ". "Ποιος είναι;" "Η Κοκκινοσκουφίτσα". "Πέρνα μέσα". Κι εδώ έχουμε την επιβεβαίωση πως ο εγκέφαλος της γιαγιάς έχει μαλακιστεί τελείως: έστω κι αν η Κοκκινοσκουφίτσα έχει φωνή βραχνοκόκορα σε κρίση άσθματος, πώς γίνεται να μην καταλάβει η γιαγιά ότι πρόκειται για λύκο; Τότε πια μπαίνει ο λύκος και τρωει τη γιαγιά. Προσέξτε την καλή αγωγή του λύκου, που δεν θα έμπαινε ποτέ να φαει κάποιον χωρίς προηγουμένως να χτυπήσει την πόρτα. Εδώ έρχεται το αριστούργημα της ιστορίας. Το πραγματικά μεγαλοφυές: ο λύκος, αντί να στηθεί πίσω από την πόρτα με ένα ρόπαλο και να πει: "Με το που θα έρθει η πιτσιρίκα, θα της τραβήξω μιας ροπαλιά στο κεφάλι, θα τη βράσω κι ύστερα θα τη ροκανίσω" όόόχι, φίλε μου! Τι κάνει ο λύκος;! Φοράει τη νυχτικιά της γιαγιάς, το σκουφάκι με τα αυτιά του να βγαίνουν από ειδικές κουμπότρυπες που έχει φτιάξει ο ίδιος (είναι γνωστοί δεξιοτέχνες μόδιστροι οι λύκοι) και χώνεται στο κρεβάτι. Φτάνει η Κοκκινοσκουφίτσα, που οι δικοί της άνθρωποι την αποκαλούν Αϊνστάιν - εξαιτίας του ζωηρού και ευφυούς πνεύματός της, μπαίνει, κοιτάζει τον λύκο και, αντί να φωνάξει το 100 ή να του πει: "Τι χάλια είναι αυτά, βρε ηλίθιε; Έχεις χάσει κάθε ίχνος αξιοπρέπειας ως λύκος. Ορίστε κατάσταση, σαν μαλλιαρή μουστόγρια είσαι", πώς αντιδράει; Λεει: "Ω, γιαγιά, τι μακριές τρίχες που έχεις!" Τώρα, παιδάκια: όποιο από σας διαθέτει σκύλο, ας δοκιμάσει να του κοτσάρει σκούφο κι ένα ζευγάρι γυαλιά οράσεως, κι ας δει αν μοιάζει με τη γιαγιά! Εάν ναι, πετάχτε τη γιαγιά σας από το παράθυρο ή παραδώστε τη στις αρχές. Βέβαια, είναι αλήθεια πως η γιαγιά δεν αναγνώρισε τη φωνή του λύκου από τη φωνή της εγγονής της, σύμφωνοι - αλλά η γιαγιά είναι ενενήντα πέντε χρονών και μπορεί να έχει πάθει μαλάκυνση. Όμως η Κοκκινοσκουφίτσα πώς και δεν ξεχωρίζει τη γιαγιά της από έναν λύκο με σκουφάκι;! Ποιον έχει για γιαγιά; Τον Κινγκ Κονγκ; Ακόμη κι αν η γιαγιά έχει να κάνει χαλάουα από το 1931, ποια είναι; Ο Λούτσιο Ντάλα; Ο άνθρωπος των Ιμαλαΐων; Εν πάση περιπτώσει, τέλος καλό όλα καλά, και ο λύκος την τρωει! Αμέσως μετά, για καλή μας τύχη, φτάνει ο κυνηγός, πυροβολεί τον λύκο και, δόξα να 'χει η Παναγία, έκτοτε αγνοείται η τύχη και του λύκου και της γιαγιάς και της ηλίθιας με το κόκκινο σκουφί.

Αμάξι στη Βροχή



Ὧρα προσμένει μοναχὴ
ἡ ἅμαξα κάτω ἀπ᾿ τὴ βροχή,
καὶ δὲν τὴ μέλει,
κι εἶναι σὰ νὰ τὴν τυραννᾶ
πιότερη ἡ ξένη γειτονιὰ
ποὺ δὲν τὴ θέλει.

Τ᾿ ἀλογατάκια της, σιμά,
κάτω ἀπ᾿ τὸν ἴδιο μουσαμὰ
κάνουν καρτέρι,
στὸν τόπο αὐτόν, τὸν θλιβερό,
πρᾶμα δὲ μένει ἀπὸ καιρό,
νὰ τὄχουν ταίρι.

Γρίλιες δὲν εἶναι, μήτε αὐλὲς
περικοκλάδες βαθουλές,
δὲν ἔμειν᾿ ἕνα
ἀπ᾿ τὰ φανάρια στὴ σειρὰ
μὲ τὰ δυὸ μπρούτζινα φτερά,
τὰ σταυρωμένα.

Τ᾿ ἀνώφλια ἐπέσαν κι οἱ ἀγκωνιὲς
κι οἱ ἀνεμοπέραστες, στενές,
οἱ γαλαρίες
κι ἔφυγαν ἔντρομες, πολλὲς
κι οἱ θύμησες, σὰν τὶς καλές,
σεμνὲς κυρίες.

Ἄδεια βιτόρια καὶ φτωχή,
πάρε μου ἐμένα τὴν ψυχή,
πάρε με ἐμένα
γιὰ ταξιδιώτη σου, κι εὐθὺς
πᾶμε, ὅθε κίνησες νὰ ῾ρθεῖς:
στὰ Περασμένα.

Σάββατο 26 Δεκεμβρίου 2009

Απλά χαμογέλα μου...

Χαμογέλα μου ...
Άκουσε αυτό που σου ψιθυρίζει
η ψυχούλα σου
Πίσω από τα γκρίζα σύννεφα στο διάφανο
της βροχής
σου κλείνει το μάτι μια ηλιαχτίδα που ονειρεύεται
το καλοκαίρι
Χαμογέλα για σένα
χαμογέλα για όλα όσα ονειρεύεσαι
χαμογέλα γι αυτά που ζεις
Μια καλούμπα αφήνω στης φαντασίας σου
την αγκαλιά
Τι θές να παίρνει σχήμα και βάρος
στην άκρη της
Ένας πολύχρωμος χαρταετός με την ουρά του βουτηγμένη
στου ήλιου το φως
Μπαλόνια που κλέψαν παιδικές ματιές
δραπέτες
της πιό αθώας φαντασίας
Ένα αερόστατο γεμάτο μουσικέςκαι φιλιά μελωμένα
κι ιστορίες για τα χαμόγελα που ταξιδέψαν
στα μάτια σου ;
Εγώ φαντάζομαι έναν γλάρο να κρατά την άκρη της
στο ράμφος του
και να την ταξιδεύει πάνω από θάλασσες χρυσαφένιες
στο φως του ήλιου
πάνω από νησιά και φάρους και λιμάνια
οπτασίες καλοκαιριού πάνω
στα κύματα
Χαμογέλα μάτια μου στις μικρές μου λέξεις
τις φευγαλέα παιδικές ...

γράμμα στον Άγιο Βασίλη



"Aγαπητέ Άγιε Bασίλη, πρώτα πρώτα θέλω να σε ευχαριστήσω για το περσινό σου δώρο που ήταν μια ωραιότατη ρυτίδα στο μεσόφρυδο και έχω να σου πω ότι αν φέτος επιχειρήσεις να μπεις απ' την καμινάδα μου θ' ανάψω τζάκι και θα σε κλάψουν οι τάρανδοι.

Kατά τα άλλα, όπως τα ξέρεις. Ετοιμαζόμαστε για γιορτές καπάκι Χριστούγεννα-Πρωτοχρονιά και θα περάσουμε κα-τα-πλη-κτι-κά όπως κάθε χρόνο. Tις ημέρες των παραμονών θα επωφεληθούμε από το συνεχές ωράριο των καταστημάτων για να ξεχυθούμε σύσσωμοι στα μαγαζιά και να ψωνίσουμε ό,τι να' ναι και μετά θα κουβαλάμε τα ό,τι να' ναι μας φορτωμένοι με τις σακουλάρες πάνω κάτω στη Σκουφά, ψάχνοντας δύο ώρες για ταξί. Όταν βρούμε ταξί θα σιχτιρίσουμε την ώρα και τη στιγμή που το βρήκαμε και μπλέξαμε στην κίνηση και γύρω γύρω όλοι θα κορνάρουν και θα βρίζει ο ένας τον άλλο ένεκα της ημέρας. Tο βράδυ της παραμονής των Xριστουγέννων, θα βγούμε έξω για να τιμήσουμε τη γέννηση του Θεανθρώπου και θα στριμωχτούμε κι εμείς στη φάτνη με τα ζώα, δηλαδή στο Rex, στην Aθηνών Aρένα, στο Bοτανικό και σε άλλα μέρη. Kαι θα φοράμε όοολες/όλοι το «μικρό μαύρο φόρεμα»/ " το καινούριο κουστούμι". Kαι όοοολοι/όλες οι άντρες /οι γυναίκεςθα καπνίζουν μια τεράστια γιορτινή πουράκλα που θα βρωμάει και θα ζέχνει/θα είναι μπανιαρισμένες με το άρωμά τους γιατί νομίζουν ότι αυτό θα μας τρβήξει σε αυτές. Ύστερα, αφού χορέψουμε τσιφτετέλι και πιούμε ό,τι σκατο-ποτό κυκλοφορεί σε μολότοφ στην αγορά, θα γυρίσουμε στο σπίτι για να ξεράσουμε και να περιμένουμε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς.
Tην παραμονή της Πρωτοχρονιάς θα ξαναξεχυθούμε στα μαγαζιά να ξαναψωνίσουμε τα ό,τι να 'ναι που περίσσεψαν απ' τα Xριστούγεννα και θα επιστρέψουμε στα σπίτια μας πτώματα για να ετοιμαστούμε άρον άρον για το ρεβεγιόν. Tο πιο ευχάριστο απ' όλα είναι ότι επιτέλους θα συναντηθούμε όοοοολοι μαζί γιατί θα εγκλωβιστούμε στο Σύνταγμα και στην Kηφισίας πρωτοχρονιάτικα και θα καπνίζουμε μέσα στα αυτοκίνητα με αναμμένο το κλιματιστικό και όλα θα είναι ένα σίχαμα. Θα είμαστε και εκνευρισμένοι από πριν που φάγαμε στο σπίτι της μαμάς όπου περάσαμε φριχτά μια και συγκεντρώθηκε όλη η οικογένεια για να τσακωθεί, όπως κάθε χρόνο. Eπίσης όπως κάθε χρόνο, το φαγητό θα είναι χάλια, γιατί το κρέας της γαλοπούλας είναι απαίσιο και σκληρό και άμα κρυώσει γίνεται σαν βατραχοπέδιλο. Παρ' όλα αυτά, θα καταβροχθίσουμε τον άμπακο με έμφαση στη γέμιση και στη βασιλόπιτα και θα σκάσουμε και μετά θα νυστάζουμε και θα θέλουμε να χωρίσουμε τους γκόμενούς μας/τις γκόμενές μας, γιατί φυσικά αυτοί/αυτές φταίνε που τραβιόμαστε στη μέση της νύχτας σαν τους ηλίθιους, και στο μεταξύ όλα τα μαγαζιά θα είναι γεμάτα από κόσμο που καλωσορίζει το νέο χρόνο με ξέφρενο ενθουσιασμό, πράγμα το οποίο δεν μπόρεσα ποτέ να καταλάβω. Aυτό το στίχο «πάει ο παλιός ο χρόνος ας γιορτάσουμε παιδιά» πρέπει να τον έχει γράψει ο Φόρεστ Γκαμπ γιατί μόνο αν είσαι ο Φόρεστ Γκαμπ γιορτάζεις που λιγοστεύει κατά ένα χρόνο η ζωή σου και θα σε φάει το μαύρο χώμα μια ώρα αρχύτερα. Aυτά. Όσο για το πρωτοχρονιάτικο ρεβεγιόν μας θα το περάσουμε κι αυτό φα-ντα-στι-κά ξαναζουλιγμένοι στα μπουζούκια ή στα κουλά κυριλέ κλαμπ με τους πορτιέρηδες Mίστερ Γ*****ω και τις πορτιέρησες Mις T**********ι, όπου θα πιούμε πετρέλαιο και θα πάρουμε και μερικά ναρκωτικά για το καλό. Tην άλλη μέρα θα είμαστε κουρέλια και θα νομίζουμε ότι έχουμε τυφλωθεί, ωστόσο αργά το μεσημέρι θα σύρουμε τα κόκαλά μας μέχρι το πατρικό για να ξαναφάμε με την οικογένεια ό,τι έμεινε απ' το προηγούμενο βράδυ που η μαμά είχε μαγειρέψει για ένα λόχο. Mετά θα κάνουμε φύλο και φτερό τη χτεσινή βασιλόπιτα για να βρούμε το φλουρί που δεν θα βρεθεί ποτέ γιατί θα το έχει καταπιεί ο παππούς με το πρωινό του ρόφημα. Tο απόγευμα θα χτυπήσουμε και μια κατάθλιψη που δεν είμαστε πια παιδιά και τι μαγικά που ήταν τα Xριστούγεννα και η Πρωτοχρονιά κάποτε. Kαι μετά οι γιορτές δεν θα λένε να τελειώσουν γιατί θα έχουμε και τα Φώτα και του Aϊ Γιαννιού και αϊ σιχτίρι αγαπητέ Άγιε Bασίλη, σ' αγαπάω, σ' εκτιμάω, αλλά κοίτα μην τολμήσεις και πλησιάσεις σπίτι μου. Φέτος θέλω μόνο Kαλικάντζαρους. Tουλάχιστον εκείνοι αντιμετωπίζουν την τραγωδία των γιορτών «α-να-τρε-πτι-κά», όπως θα έλεγαν και οι άνθρωποι που εργάζονται στην τηλεόραση. Kαι τώρα κλείνω γιατί πρέπει να γράψω και σ' άλλο κουλό άγιο. Σε κάνα μήνα έχουμε Bαλεντίνο."

Άντε και καλλές γιορτές σε όλους μας .....

Επιθυμίες




Σαν σώματα ωραία νεκρών που δεν εγέρασαν και τάκλεισαν, με δάκρυα, σε μαυσωλείο λαμπρό, με ρόδα στο κεφάλι και στα πόδια γιασεμιά -- έτσ' οι επιθυμίες μοιάζουν που επέρασαν χωρίς να εκπληρωθούν· χωρίς ν' αξιωθεί καμιά της ηδονής μια νύχτα, ή ένα πρωί της φεγγερό. Κωνσταντίνος Π. Καβάφης



 ΤΑ ΑΝΤΙΚΛΕΙΔΙΑ

Η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.
Πολλοί κοιτάζουν μέσα χωρίς να βλέπουν
τίποτα και προσπερνούνε. 'Ομως μερικοί
κάτι βλέπουν, το μάτι τους αρπάζει κάτι
και μαγεμένοι πηγαίνουνε να μπουν.
Η πόρτα τότε κλείνει. Χτυπάνε μα κανείς
δεν τους ανοίγει. Ψάχνουνε για το κλειδί.
Κανείς δεν ξέρει ποιος το έχει. Ακόμη
και τη ζωή τους κάποτε χαλάνε μάταια
γυρεύοντας το μυστικό να την ανοίξουν.
Φτιάχνουν αντικλείδια. Προσπαθούν.
Η πόρτα δεν ανοίγει πια. Δεν άνοιξε ποτέ
για όσους μπόρεσαν να ιδούν στο βάθος.
'Ισως τα ποιήματα που γράφτηκαν
από τότε που υπάρχει ο κόσμος
είναι μια ατέλειωτη αρμαθιά αντικλείδια
για ν' ανοίξουμε την πόρτα της Ποίησης.

Μα η Ποίηση είναι μια πόρτα ανοιχτή.


Κ.Παυλόπουλος

μονόγραμμα του Οδυσσέα Ελύτη...



Θα πενθώ πάντα - μ’ακούς; για σένα,
Μόνος, στον Παράδεισο


Θα γυρίσει αλλού τις χαρακιές
Της παλάμης, η Μοίρα, σαν κλειδούχος
Μια στιγμή θα συγκατατεθεί ο Καιρός

Πώς αλλιώς, αφού αγαπιούνται οι άνθρωποι

Θα παραστήσει ο ουρανός τα σωθικά μας
Και θα χτυπήσει τον κόσμο η αθωότητα
Με το δριμύ του μαύρου του θανάτου.


ΙΙ.

Πενθώ τον ήλιο και πενθώ τα χρόνια που έρχονται
Χωρίς εμάς και τραγουδώ τ’άλλα που πέρασαν
Εάν είναι αλήθεια

Μιλημένα τα σώματα και οι βάρκες που έκρουζαν γλυκά
Οι κιθάρες που αναβόσβησαν κάτω από τα νερά
Τα "πίστεψέ με" και τα "μη"
Μια στόν αέρα μια στή μουσική

Τα δυο μικρά ζώα, τα χέρια μας
Που γύρευαν ν’ανέβουνε κρυφά το ένα στο άλλο
Η γλάστρα με το δροσαχί στις ανοιχτές αυλόπορτες
Και τα κομμάτια οι θάλασσες που ερχόντουσαν μαζί
Πάνω απ’τις ξερολιθιές, πίσω απ’τους φράχτες
Την ανεμώνα που κάθισε στο χέρι σου
Κι έτρεμες τρεις φορές το μωβ τρεις μέρες πάνω από
τους καταρράχτες

Εάν αυτά είναι αλήθεια τραγουδώ
Το ξύλινο δοκάρι και το τετράγωνο φαντό
Στον τοίχο με τη Γοργόνα με τα ξέπλεκα μαλλιά
Τη γάτα που μας κοίταξε μέσα στά σκοτεινά

Παιδί με το λιβάνι και με τον κόκκινο σταυρό
Την ώρα που βραδιάζει στων βράχων το απλησίαστο
Πενθώ το ρούχο που άγγιξα και μου ήρθε ο κόσμος.


ΙΙΙ.

Έτσι μιλώ για σένα και γιά μένα

Επειδή σ’αγαπώ και στην αγάπη ξέρω
Να μπαίνω σαν Πανσέληνος
Από παντού, για το μικρό το πόδι σου μες στ’αχανή
σεντόνια
Να μαδάω γιασεμιά κι έχω τη δύναμη
Αποκοιμισμένη, να φυσώ να σε πηγαίνω
Μες από φεγγαρά περάσματα και κρυφές της θάλασσας στοές
Υπνωτισμένα δέντρα με αράχνες που ασημίζουμε

Ακουστά σ’έχουν τα κύματα
Πώς χαιδεύεις, πώς φιλάς
Πώς λές ψιθυριστά το "τί" καί το "ε"
Τριγύρω στό λαιμό στόν όρμο
Πάντα εμείς το φως κι η σκιά

Πάντα εσύ τ’αστεράκι και πάντα εγώ το σκοτεινό πλεούμενο
Πάντα εσύ το λιμάνι κι εγώ το φανάρι το δεξιά
Το βρεγμένο μουράγιο και η λάμψη επάνω στα κουπιά

Ψηλά στο σπίτι με τις κληματίδες
Τα δετά τριαντάφυλλα, και το νερό πού κρυώνει
Πάντα εσύ το πέτρινο άγαλμα και πάντα εγώ η σκιά που μεγαλώνει
Το γερτό παντζούρι εσύ, ο αέρας που το ανοίγει εγώ
Επειδή σ’αγαπώ και σ’αγαπώ
Πάντα εσύ το νόμισμα και εγώ η λατρεία που το
Εξαργυρώνει.

Τόσο η νύχτα, τόσο η βοή στον άνεμο
Τόσο η στάλα στον αέρα, τόσο η σιγαλιά
Τριγύρω η θάλασσα η δεσποτική
Καμάρα τ’ουρανού με τ’άστρα
Τόσο η ελάχιστη σου αναπνοή

Που πια δεν έχω τίποτε άλλο
Μες στους τέσσερις τοίχους, το ταβάνι, το πάτωμα
Να φωνάζω από σένα και να με χτυπά η φωνή μου
Να μυρίζω από σένα και ν’αγριεύουν οι άνθρωποι
Επειδή το αδοκίμαστο και το απ’αλλού φερμένο
Δεν τ’αντέχουν οι άνθρωποι κι είναι νωρίς, μ’ακούς
Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν αγάπη μου

Να μιλώ για σένα και για μένα.

ΙV.

Είναι νωρίς ακόμη μες στον κόσμο αυτόν, μ’ακούς
Δεν έχουν εξημερωθεί τα τέρατα μ’ακούς
Το χαμένο μου το αίμα και το μυτερό, μ’ακούς
Μαχαίρι
Σαν κριάρι που τρέχει μες στους ουρανούς
Και των άστρων τους κλώνους τσακίζει, μ’ακούς
Είμ’εγώ, μ’ακούς
Σ’αγαπώ, μ’ακούς
Σε κρατώ και σε πάω και σου φορώ
Το λευκό νυφικό της Οφηλίας, μ’ακούς
Πού μ’αφήνεις, πού πας και ποιος, μ’ακούς

Σου κρατεί το χέρι πάνω απ’τους κατακλυσμούς

Οι πελώριες λιάνες και των ηφαιστείων οι λάβες
Θα’ρθει μέρα, μ’ακούς
Να μας θάψουν κι οι χιλιάδες ύστερα χρόνοι
Λαμπερά θα μας κάνουν περώματα, μ’ακούς
Να γυαλίσει επάνω τους η απονιά, μ’ακούς
Των ανθρώπων
Και χιλιάδες κομμάτια να μας ρίξει
Στα νερά ένα - ένα , μ’ακούς
Τα πικρά μου βότσαλα μετρώ, μ’ακούς
Κι είναι ο χρόνος μια μεγάλη εκκλησία, μ’ακούς
Όπου κάποτε οι φιγούρες των Αγίων
βγάζουν δάκρυ αληθινό, μ’ακούς
Οι καμπάνες ανοίγουν αψηλά, μ’ακούς
Ένα πέρασμα βαθύ να περάσω
Περιμένουν οι άγγελοι με κεριά και νεκρώσιμους ψαλμούς
Πουθενά δεν πάω, μ’ακούς
Ή κανείς ή κι οι δύο μαζί, μ’ακούς

Το λουλούδι αυτό της καταιγίδας και μ’ακούς
Της αγάπης
Μια για πάντα το κόψαμε
Και δεν γίνεται ν’ανθίσει αλλιώς, μ’ακούς
Σ' άλλη γη, σ’άλλο αστέρι, μ’ακούς
Δεν υπάρχει το χώμα δεν υπάρχει ο αέρας
Που αγγίξαμε, ο ίδιος, μ’ακούς

Και κανείς κηπουρός δεν ευτύχησε σ’άλλους καιρούς

Από τόσον χειμώνα κι από τόσους βοριάδες, μ’ακούς
Να τινάξει λουλούδι, μόνο εμείς, μ’ακούς
Μες στή μέση της θάλασσας
Από το μόνο θέλημα της αγάπης, μ’ακούς
Ανεβάσαμε ολόκληρο νησί, μ’ακούς
Με σπηλιές και με κάβους κι ανθισμένους γκρεμούς
Άκου, άκου
Ποιος μιλεί στα νερά και ποιος κλαίει - ακούς;
Είμ’εγώ που φωνάζω κι είμ’εγώ που κλαίω, μ’ακούς
Σ’αγαπώ, σ’αγαπώ, μ’ακούς.

V.

Για σένα έχω μιλήσει σε καιρούς παλιούς
Με σοφές παραμάνες και μ’αντάρτες απόμαχους
Από τι να’ ναι που έχεις τη θλίψη του αγριμιού
Την ανταύγεια στο μέτωπο του νερού του τρεμάμενου
Και γιατί, λέει, να μέλει κοντά σου να’ ρθω
Που δεν θέλω αγάπη αλλά θέλω τον άνεμο
Αλλά θέλω της ξέσκεπης όρθιας θάλασσας τον καλπασμό

Και για σένα κανείς δεν είχε ακούσει
Για σένα ούτε το δίκταμο ούτε το μανιτάρι
Στα μέρη τ’αψηλά της Κρήτης τίποτα
Για σένα μόνο δέχτηκε ο Θεός να μου οδηγεί το χέρι

Πιο δω, πιο κει, προσεχτικά σ’όλα το γύρο
Του γιαλού του προσώπου, τους κόλπους, τα μαλλιά
Στο λόφο κυματίζοντας αριστερά

Το σώμα σου στη στάση του πεύκου του μοναχικού
Μάτια της περηφάνειας και του διάφανου
Βυθού, μέσα στο σπίτι με το σκρίνιο το παλιό
Τις κίτρινες νταντέλες και το κυπαρισσόξυλο
Μόνος να περιμένω που θα πρωτοφανείς
Ψηλά στο δώμα ή πίσω στις πλάκες της αυλής
Με τ’άλογο του Αγίου και το αυγό της Ανάστασης

Σαν από μια τοιχογραφία κατεστραμμένη
Μεγάλη όσο σε θέλησε η μικρή ζωή
Να χωράς στο κεράκι τη στεντόρεια λάμψη την ηφαιστειακή

Που κανείς να μην έχει δει και ακούσει
Τίποτα μες στις ερημιές τα ερειπωμένα σπίτια
Ούτε ο θαμμένος πρόγονος άκρη άκρη στον αυλόγυρο
Για σένα,ούτε η γερόντισσα μ’ όλα της τα βοτάνια

Για σένα μόνο εγώ, μπορεί, και η μουσική
Που διώχνω μέσα μου αλλ’αυτή γυρίζει δυνατότερη
Για σένα το ασχημάτιστο στήθος των δώδεκα χρονώ
Το στραμμένο στο μέλλον με τον κρατήρα κόκκινο
Για σένα σαν καρφίτσα η μυρωδιά η πικρή
Που βρίσκει μες στο σώμα και που τρυπάει τη θύμηση
Και νά το χώμα, νά τα περιστέρια, νά η αρχαία μας γη.


VI.

Έχω δει πολλά και η γη μες’ απ’ το νου μου φαίνεται ωραιότερη
Ώραιότερη μες στους χρυσούς ατμούς
Η πέτρα η κοφτερή, ωραιότερα
Τα μπλάβα των ισθμών και οι στέγες μες στα κύματα
Ωραιότερες οι αχτίδες όπου δίχως να πατείς περνάς
Αήττητη όπως η Θεά της Σαμοθράκης πάνω από τα βουνά
της θάλασσας

Έτσι σ’έχω κοιτάξει που μου αρκεί
Να’ χει ο χρόνος όλος αθωωθεί
Μες στο αυλάκι που το πέρασμα σου αφήνει
Σαν δελφίνι πρωτόπειρο ν’ακολουθεί

Και να παίζει με τ’άσπρο και το κυανό η ψυχή μου

Νίκη, νίκη όπου έχω νικηθεί
Πριν από την αγάπη και μαζί
Για τη ρολογιά και το γκιουλ- μπιρσίμι
Πήγαινε, πήγαινε και ας έχω εγώ χαθεί

Μόνος και ας είναι ο ήλιος που κρατείς ένα παιδί
νεογέννητο
Μόνος, και ας είμ’ εγώ η πατρίδα που πενθεί
Ας είναι ο λόγος που έστειλα να σου κρατεί δαφνόφυλλο
Μόνος, ο αέρας δυνατός και μόνος τ’ ολοστρόγγυλο
Βότσαλο στο βλεφάρισμα του σκοτεινού βυθού
Ο ψαράς που ανέβασε κι έριξε πάλι πίσω στους καιρούς τον Παράδεισο


VII.

Στον Παράδεισο έχω σημαδέψει ένα νησί
Απαράλλαχτο εσύ κι ένα σπίτι στη θάλασσα

Με κρεβάτι μεγάλο και πόρτα μικρή
Έχω ρίξει μες στ’ άπατα μιαν ηχώ
Να κοιτάζομαι κάθε πρωί που ξυπνώ

Να σε βλέπω μισή να περνάς στο νερό
και μισή να σε κλαίω μες στον Παράδεισο.

Παρασκευή 25 Δεκεμβρίου 2009

Κάποιες στιγμές...


Συχνά πιάνω τον εαυτό μου να κάνει διάφορες σκέψεις που αφορούν το παρελθόν μου.. δεν έχουν τίποτα το ιδιαίτερο αλλά μου αρέσει να τις φέρνω πίσω.. γιατί περιέχουν ανθρώπους που μας άφησαν και δεν γυρίζουν πίσω, γιατί είναι όμορφες αναμνήσεις μια ηλικία που ποτέ δεν θα ξανά 'ρθει, γιατί, γιατί... Αυτή τη στιγμή κάθομαι με την φίλη μου και συζητάμε... Και σίγουρα μου έρχονται διάφορα στο μυαλό αλλά πάνω απ' όλα δεν αλλάζω την παρέα της για κανένα και για τίποτα... Γιατί περνάμε πολύ όμορφα μαζί και μετά πολύ καιρό νιώθω επιτέλους μπορώ κάπου να μιλήσω..Κάπου που θα με καταλάβουν.. Νιώθω υπέροχα γι' αυτό!!! Κωνσταντίνα σ' ευχαριστώ που είμαστε φιλεναδίτσες!<3

Τρίτη 22 Δεκεμβρίου 2009

Χαροπάτα δυο μου χέρια...


Και ναι άλλη μια καταπληκτική ημέρα! Ο ήλιος λάμπει, το κρύο χαϊδεύει τα απαλά μου μαγουλάκια και εγώ σηνάμενη κουνάμενη πηγαίνω στο σχολείο.. Έμαθα τόσα όμορφα πράγματα σήμερα. Έκανα χαρούμενη τη φίλη μου και απόλαυσα κι εγώ τη δική της χαρά χαρίζοντας της μόνο ένα όνομα(ένα όνομα που περίμενε τόσο καιρό!). Και επιπλεόν σήμερα έλαβα τόσες κινήσεις φιλίας και ενδιαφέροντος απο άτομα που απλά μιλύσαμε. Μα τώρα άρχισαν να με πλησιάζουν και να θέλουν να μου κάνουν παρέα.. Και αρχίσαμε να δενόμαστε.. Είχα καιρό να νιώσω τόσο όμορφα.. Όπως παλιά.. Το επικέντρο του ενδιαφέροντος για λίγο.. Είμαι χαρούμενη απο τότε... :)

Κυριακή 20 Δεκεμβρίου 2009

Μου φάνηκε συμπαθητικούλη... :) :Ρ


Είναι φορές που τα πάντα στο μυαλό μου γίνονται κουβάρι. Που όσο προσπαθώ να το ξεμπερδέψω τόσο εκείνο μπερδεύεται. Είναι φορές που λες και ο άνεμος σκορπάει τις σκέψεις μου. Κάθε εικόνα γίνεται θολή. Κάθε μορφή τόσο μακρινή που νιώθω πως η γη κατοικείται μόνο από μένα. Ίσως ακούγεται πολύ εγωιστική αυτή η σκέψη όμως δεν το βλέπω έτσι.. Το βλέπω από την άποψη της μοναξιάς.. Ώρες ώρες δεν υποφέρεται η μοναξιά. Θέλω να φύγω κι εγώ. Μα κάτι με κρατάει.. Μια υπόσχεση, ένα χρέος.. Βάζω μπροστά τη "μηχανή" και ξεκινάω. Ο δρόμος είναι άδειος κι εγώ τρέχω. Σαν να φοβάμαι μήπως χάσω το τρένο. Ένα τρένο που ποτέ δεν θα περάσει. Και δεν θα κάνει στάση ποτέ για μένα. Στην ουσία δεν το έχω χάσει, απλά δεν ήρθε ποτέ. Όμως δεν έχει σημασία τώρα πια.. Χαμογελάω και κοιτάζω πίσω μου.. Κάθε σταγόνα που άφησα πίσω μου είναι πια παρελθόν και το χαμόγελο μου ο πιο λαμπερός ήλιος. Έτσι θέλω να το βλέπω για να μου δίνει δύναμη Σαν το δικό σου χαμόγελο.. :)

Μοναξιά και πάλι μοναξιά...

Σάββατο 19 Δεκεμβρίου 2009

Το συναίσθημα που σε κατακλίζει...


Ήταν πολύ δύσκολη για μένα η χθεσινή ημέρα...
Μου συνέβησαν τόσα πολλά... Δεν ξέρω αν ήμουν έτοιμη για τέτοια ψυχολογική φόρτιση γιατί τυχαίνει να είμαι και άρρωστη... Όμως είναι περίεργο το συναίσθημα που σε κατακλύζει όταν κάτι δεν πάει στραβά.. Από τη μια πλευρά κλαις και ρωτάς στον εαυτό σου ένα σωρό γιατί.. Και από την άλλη χθες είδα τον εαυτό μου πιο δυνατό από ποτέ.. Έτοιμο να δεχθεί την απίστευτη αδικία που του προσέδιδε κάποιος τόσο αγαπημένος... Ίσως κάτω από άλλες συνθήκες να μην το άντεχα... Άλλα είπα ότι θα το παλέψω να φανώ δυνατή για μια φορά και ανακάλυψα ένα τρομερό απόθεμα ενέργειας μέσα μου που τρόμαξα κι εγώ.. Τώρα απλά μπορώ να ζήσω το υπόλοιπο της χρονιάς και μάλλον της ζωής μου όπως φαίνεται μέσα από μια γλυκιά καλοκαιρινή ανάμνηση.. τόσο γλυκιά που έχει μείνει ανεξίτηλη στην καρδούλα μου για πάντα... και την έχει κλείσει οριστικά...

Μια υπέροχη εικόνα..


Μια εικόνα εισούται με χίλιες λέξεις.. Αλλά όταν βλέπει κανείς δάκρυα να κυλάνε απο τα μάτια ενός ανθρώπου- ιδιαίτερα ενός παιδιού- πως γίνεται να μην αντιδρά; Η ζωή είναι τόσο μικρή για να την σπαταλάμε για δάκρυα και στενοχώρια.. Απο μικρή με θυμάμαι να κλαίω για το παραμικρό.. Απο ευαισθησία.. Όμως ξέρω οτι είναι λάθος όλη αυτή η συμπεριφορά.. Καλό το να είσαι ευαισθητοποιημένος αλλά όχι ευαίσθητος.. Στις μέρες μας οι ευαίσθητοι απλά υποφέρουν, μέσα στην ψυχρία και την απάθια που διακατέχει τον κόσμο.. Δεν βγάζω απ' έξω τον εαυτό μου.. είναι κρίμα όμως να προκαλούμε τον πόνο και την στενοχώρια στους γύρω μας... είναι μεγάλο κρίμα.. πριν πούμε ή κάνουμε κάτι ας το σκεφτούμε λίγο...

Πέμπτη 17 Δεκεμβρίου 2009

Schoolykeia....

Πάντα μέσα απο ένα κακό βγαίνουν χίλια καλά.. Έχω εκφράσει και στο παρελθόν μια απέχθεια για το ελληνικό σχολείο-και ποιός άλλωστε δεν εκφραζει; Ωστόσο μπορώ να πω οτι μέσα απο κει ήρθαν πολλά καλά στη ζωή μου.. Μέσα εκεί έμαθα να διαβάζω ώστε να αγαπήσω τα βιβλία τη ποίηση και τη λογοτεχνία και σήμερα να ασχολούμαι με αυτά.. Έμαθα να είμαι φρόνημη... Μα πάνω απ' όλα έμαθα να κάνω φίλους.. Και το σχολέιο μου έχει χαρήσει πολλούς απ' αυτούς.. Φέτος, είναι μια χρονιά που μετά απο μια μέγαλη περίοδο αποχής επανήλθα και πάλι στις παρέες μου και αυτό μου αρέσει... Και απορώ τι έκανα τόσο καιρό χωρίς φίλους..
Απο το γυμνάσιο έχω τις καλύτερες αναμνήσεις απο φίλες και την παρέα μου, άσχετα που μετά με απογοήτευσαν και εκτος αυτού διαλύθηκε η παρέα.. Τρέλες, καρδιοχτύπια... Φάρσες και κακό μέσα σε μια τάξη όπου 5 μικρά κορίτσια διαμόρφωσαν την παρεούλα τους.. Και μετά... Ήρθε εκέινο το καλοκαίρι... Και η παρέα χωρίστικε.. Αυτό που δεν συγχωρώ στον εαυτό μου είναι που με άφησα να μείνω μόνη για το υπόλοιπο του καλοκαιριού και την επόμενη χρονιά... Και ύστερα που άφησα τον εαυτό μου να κολλήσει με ένα μόνο άτομο και να στρέψει εκέι όλη την προσοχή... Γιατί μετά έμεινα και πάλι μόνη..
Τώρα είμαι και πάλι στη φάση που κάνω φιλίες και μπορώ να πω οτι νιώθω υπέροχα.. Χαβαλέ και αστεία, βοήθεια και συναισθηματική πληρότητα... Σε μια τόσο δύσκολη χρονιά... Να και κάτι για το οπόιο με ευχαριστώ...!

Κυριακή 13 Δεκεμβρίου 2009


κάθε άνθρωπος έχει ανάγκη το γέλιο και αυτό είναι γεγονός.. μιας και έρχονται γιορτινές μέρες ας φροντίσουμε να χαρήσουμε κι εμείς λίγα χαμόγελα γύρω μας.. σίγουρα μπορούμε να τα δώσουμε και σίγουρα κάποιοι τα έχουν ανάγκη!